νοόπληκτος

νοόπληκτος
νοό-πληκτος, ον,
A palsying the mind,

μέθη AP6.71

(Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοόπληκτος — νοόπληκτος, ον (Α) αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό πληκτος, φρενό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • νοοπλήκτου — νοόπληκτος palsying the mind masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοπλήξ — νοοπλήξ, ῆγος, ὁ και ἡ (Α) νοόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, λινο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”